-
1 απαιρω
(aor. 1 ἀπῆρα, pf. ἀπῆρκα)1) снимать, убирать(ξύλα Her.; τράπεζαν Plut.)
2) отводить прочь, удалять(φάσγανόν τινος Eur.)
3) уводить, увозить, уносить(τινὰ ἐκ τῆς χθονός Eur.; τὰς νῆας πρὸς τὸν Ἰσθμόν Her.)
τῶν μελάθρων πόδα ἀ. Eur. — уходить из дома4) уходить, уезжать, отправляться(ἀπὸ Σαλαμῖνος Her.; χθονός Eur.; ἐκ τῆς Μιλήτου Thuc.; οἴκαδε Xen., Dem.; εἰς Κρήτην, ἐπὴ Καρίας Plut.)
ἀ. πρεσβείαν Dem. — отправляться в качестве послов5) отходить, отступать(ἀπὸ τῶν καλπίδων Arph.)
См. также в других словарях:
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
Αγίου Νικολάου, μονή — Ονομασία 24 μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο στους Αγίους Θεοδώρους. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Κορινθίας, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους. Ιδρύθηκε το 1969. 2. Ανδρικό μοναστήρι στην Αμαλιάδα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. 3. Ανδρικό… … Dictionary of Greek
πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… … Dictionary of Greek
Ελληνικό — I Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 5 μ., 16.740 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στα δυτικά παράλια του νομού. Συνιστά τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά είναι προάστιο. Αποτελεί τον ομώνυμο… … Dictionary of Greek
Άτοσσα — Όνομα Περσίδων, που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα. 1. Κόρη του Κύρου, αδελφή και σύζυγος του Καμβύση, και κατόπιν του Ψευδοσμέρδη και του Δαρείου του Υστάσπους. Από τον τελευταίο απέκτησε γιο, τον Ξέρξη, που ηττήθηκε στη ναυμαχία της Σαλαμίνος … Dictionary of Greek
περικύμων — ον, Α (για νησί) αυτός που περιβάλλεται από κύματα («Σαλαμῑνος... νάσου περικύμονος οἰκήσας ἕδραν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κύμων (< κῦμα), πρβλ. αμφι κύμων] … Dictionary of Greek
Αγίου Ιεροθέου, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, στις ΒΑ πλαγιές των Γερανείων, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεγάρων και Σαλαμίνος. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στον 11ο αι. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στη Μετάσταση της Θεοτόκου και στον… … Dictionary of Greek
Επιφάνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου (315; – 401). Φημιζόταν για τη γλωσσομάθεια και την ευρυμάθειά του καθώς και για τις επισκέψεις του σε πολλούς ξένους τόπους. Σε νεαρή ηλικία ασκήτεψε στην Αίγυπτο. Μετά… … Dictionary of Greek
Οσίου Μελέτιου, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, νοτιοανατολικά του Κιθαιρώνα, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Μεγάρων και Σαλαμίνος. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αι. Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα είναι του… … Dictionary of Greek